- ὑβρίστρια
- -ας ἡ N 1 0-0-1-0-0=1 Jer 27(50),31an insolent, haughty woman; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ὑβρίστρια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υβρίστρια — ἡ, ΜΑ βλ. ὑβριστήρ … Dictionary of Greek
ὑβριστρίας — ὑβριστρίᾱς , ὑβρίστρια fem acc pl ὑβριστρίᾱς , ὑβρίστρια fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβρίστριαν — ὑβρίστρια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υβριστήρ — ῆρος, ὁ, θηλ. ὑβρίστρια, ΜΑ (ποιητ. τ.) υβριστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑβρίζω + κατάλ. τήρ*] … Dictionary of Greek